Delirium

C'est de la racaille ? Eh bien, j'en suis ! – Alèssi Dell'Umbria

Month: Μαΐου, 2014

αξεσουάρ

2014-05-17 03.57.09

απλώθηκε να πει μια ιστορία
μ’ ένα φως τεράστιο επιτηδευμένο
οι ελεύθεροι συναντούν συνέχεια προβλήματα
και οι ερωτευμένοι μια ζωή στην κόντρα

​μια στροφή πρόλαβε στη διήγηση, τελικά
αρκέστηκε στο λευκό
να γράφει
κάθε φορά που ξαπλώνει εκεί μέσα

για τον Σ., πάλι*

της @eleniamorgos

(Από 18,20 χρονών, είχα χτίσει μέσα στο κεφάλι μου, ένα όνειρο ζωής. Έλεγα πως θέλω να πάω στα εξής 3 μέρη: Την Κούβα, το Μάλι και το Κασμίρ)

Τον γνώρισα από ένα φίλο μου. Ήπιαμε μαζί μερικά Τζέιμσον. Μιλήσαμε και γελάσαμε. Ήξερε να κάνει εκατό δουλειές αλλά ήταν άνεργος. Είχε κι έναν μικρό γιό. Έστελνε λεφτά. Είχε να τον δει χρόνια. Του είπα ότι είχα κάτι δουλειές να με βοηθήσει.

Ήρθαν λοιπόν ένα πρωί, αγοράσαμε χώμα, φτιάξαμε τις γλάστρες στο μαγαζί, μετά πήγαμε σπίτι, κατεβάσαμε όλα τα πράγματα από το πατάρι, έστρωσε πλακάκια, καθάρισε, βρήκαμε κι ένα παλιό ημερολόγιο κάποιων που έμεναν εκεί πριν πολλά χρόνια, ήπιαμε καφέ στο μπαλκόνι, γελάσαμε. Ήμουν πολύ κουρασμένη αλλά ένιωσα ότι ο ίδιος δεν ήθελε να φύγει. Είχα εκείνο το «φύγε» στο μυαλό μου αλλά λέω στον εαυτό μου «έλα ρε μαλάκα, κάτσε παρέα του λίγο ακόμα». Μου είπε μερικές ιστορίες, ήπιε τον καφέ, άλλαξε τα ρούχα της δουλειάς με άλλα, καλοσιδερωμένα κι έφυγε.

Μετά έγιναν τα γνωστά, βρήκε μια δουλειά πολύ μακριά, πηγαινοερχόταν με μεγάλο φόβο, έπαιρνε τηλέφωνα γιατί βαριόταν πολύ κι ήταν μόνος του, ετοιμαζόταν να φύγει από εδώ. Κάποια στιγμή είχα και γω τα δικά μου και δεν απαντούσα στα τηλέφωνα.

Τον έπιασαν, Α.Τ., κρατητήριο, διαδικασίες, Πέτρου Ράλλη, απέλαση.
Η πραγματικότητα είναι πως θέλω να φύγει, όπως θέλω να φύγουν και όλοι, για να γλιτώσουν. Δε χρειάζεται καν να αναφέρω από τί.

Όλα τα παραπάνω, είναι μια επαναλαμβανόμενη ιστορία χιλιάδων ανθρώπων, παιδιών, προσφύγων πολέμου, ακόμα και με άλλη μορφή ανέργων, φυλακισμένων, ΑΜΕΑ, μια επαναλαμβανόμενη ιστορία χιλιάδων ανθρώπων που δέχονται κάθε μέρα, το ένα πράγμα που πολεμάω στη ζωή μου: τη διάκριση.

Όλα τα παραπάνω, τα έγραψα για να σας πω πως ο Σ., πριν φύγει από το σπίτι, μιλήσαμε για το Κασμίρ και τον ρώτησα αν έχει στ’ αλήθεια πωλητές λουλουδιών που μετακινούνται με βάρκες όπως έχω δει στις φωτογραφίες, και μου μίλησε για αυτό και για πολλά άλλα. Λίγο μετά, κοίταξε έναν πίνακα στον τοίχο και μου είπε ότι είναι ο πιο ωραίος που έχω δει στη ζωή του. Το βλέμμα του ήταν πολύ ζεστό, σαν ένα χαμόγελο.

«Από πού είναι», με ρώτησε.
«Από την Κούβα» του λέω. «Έχεις πάει;». «Ναι».

Και έφυγε. Δεν θα τον ξαναδώ ποτέ.
(Ο Σ., έχει ήδη πάει στην Κούβα.
Κι εγώ έχω ήδη πάει στο Κασμίρ).

La gitana tropical – Víctor Manuel García – Cuba
Srinagar, Kashmir – Steve McCurry

p1  p2

* το κείμενο αυτό είναι για τον Σ., έναν άνθρωπο που ζήσαμε μαζί του για λίγο αλλά και για πάντα.

για τον Σ.

somniaphobia Σ΄ένα κελί στο Πέραμα τα μάτια ενός εργάτη από μακρινό μέρος ανοιγοκλείνουν ανθεκτικά μπροστά σε κάγκελα, μπάτσους και όπλα. Στ’ αυτιά του δεν φτάνουν οι ντουντούκες του εκλογικού τσίρκου που έχει στηθεί παραδίπλα στο κελί του. Πως όλοι ρε είναι τόσο σίγουροι ποια φωνή ακούγεται πιο δυνατά; Αν υπήρχαν μεγάφωνα για τις φωνές των φυλακών, θα μάτωνε το κεφάλι μας από την πίεση του ήχου.

Η ελευθερία είναι ένα περίεργο πράμα που κάνει την ψυχή να λειτουργεί όπως ακριβώς η καρδιά: συστολή – διαστολή. Έτσι και ο Σ., συστέλλεται μες το κελί, διαστέλλεται όταν σκέφτεται ότι θέλει να δει τον γιο του. Συστέλλεται άμα του δώσεις ένα τσιγάρο, διαστέλλεται όταν σε κερνάει μια μπίρα. Συστέλλεται άμα σε βλέπει στενοχωρημένο, διαστέλλεται όταν σε κάνει να γελάς.

Συστολή, διαστολή.

Πρέπει, λένε, να ζήσεις τη «ζωή στην ολότητά της». Κενή θεωρητική ασχήμια, όταν κομμάτια μας φυλακίζονται μέρα με τη μέρα,  όταν οι ματιές μας αστράφτουν καχύποπτες και οι φλέβες σκάνε στο ναρκοπέδιο εδώ γύρω – στην ολότητά της η ζωή είναι ένα «φυσιολογικότατο», επομένως, ένα σκληρό ζήτημα.

«Καταλαβαίνετε», έλεγε απολογητικά ο Μπρεχτ.

«Μόνο και μόνο εξ’αιτίας της αναταραχής που όλο πλήθαινε // στις πολιτείες μας με την πάλη των τάξεων // μερικοί απο ‘μας αποφασίσαμε τα χρόνια τούτα // να μη μιλάμε πια για πολιτείες θαλασσινές, // για χιόνια πάνω στη σκεπή, για τις γυναίκες, // για τ’ άρωμα των ώριμων μήλων στο κελάρι, // για της σάρκας τις αισθήσεις // για όλα όσα κάνουν τον άνθρωπο απαλό κι ανθρώπινο».

Καταλαβαίνουμε, μάλλον.

Οι Σ. αυτού του κόσμου μιλάνε καλύτερα για τη ζωή στην ολότητά της.