Delirium

C'est de la racaille ? Eh bien, j'en suis ! – Alèssi Dell'Umbria

Month: Μαΐου, 2012

φίλε, και μαλάκα

Από το site του Ralph Steadman

ναι, άκου την ειρωνεία να φαλτσάρει πάνω στο δέντρο που φυτρώνει στο τετραγωνικό που το τσιμέντο του επιτρέπει. ~

κάνε δυο βήματα στο καφενείο που θα βρεις, άμα βρεις, να δεις ανατολή που βαριανασαίνει περιμένοντας κάθε δύση να κατεβάσει τη σιδεριά· θα πληρώσουν ένα ελληνικό και θα πάνε για ύπνο. όχι όλοι, όσοι μπορούν να κοιμηθούν, οι υπόλοιποι τσαλαπετεινοί θα παίζουν δίπορτο με αλκοόλ. ~

σημάδεψε το ίδιο σημείο, βάλε τις φωνές μέσα σου μέχρι να πνιγείς, λες κι άμα πνιγείς θα σ’ ακούσει και κανένας. δεν προλαβαίνει ο κόσμος τέτοια ρε, ξεφτίζει στα σημεία. ~

κυρίως όμως, πάτησε γερά και τινάξου στο θόλο ψηλά, σπόντα σαν παιδί και όπως θα επιστρέφεις σφαίρα, χωρίς να σκεφτείς, διάλεξε μια πλατεία με τραπεζάκια· βάλε φωτιά στα λίγα δέντρα, τρόμαξέ τους όλους αλλά φύγε με το κορίτσι που θα σκάσει στα γέλια. ~

φίλε, και μαλάκα ~

H «σκυταλοδρομία» του φασισμού | μετανάστες εναντίον μεταναστών

«Έχουν γίνει ήδη Έλληνες και δεν θεωρούν τους εαυτούς τους μετανάστες…». Μια Αφρικανίδα της Αθήνας του 2012 σχολιάζει τις αντιλήψεις των μεταναστών «δεύτερης γενιάς». Ζυμωμένη από καιρό ωστόσο, η πραγματικότητα είναι μάλλον χειρότερη. Η «δεύτερη γενιά» μεταναστών εμποτίστηκε με εθνικές αναφορές και μπόλικη «κοινωνική προκοπή» κατά το πρότυπο του «Ελληναρά».

Από το Δεκέμβρη του 2008, όταν η στοχοποίηση των «νεοεισερχόμενων» μεταναστών επισημοποιήθηκε, ο ντόπιος ρατσισμός άρχισε να απενεχοποιείται και να εκδηλώνεται, αυτή τη φορά, από τους «πρώτους» μετανάστες· για να μετασχηματιστεί στον σημερινό, διακηρυγμένο φασισμό.

Πρόκειται για διαδικασίες που έχουν ξεκινήσει εδώ και χρόνια, όπως περιγράφει ο Ηλίας Ιωακείμογλου [1] όταν μιλάει για την ιδεολογία και τις αξίες του νεοφιλελευθερισμού που «έθρεψαν» τις επιχειρηματικές ελίτ και μεγάλες μερίδες των μεσαίων και ανώτερων μικροαστικών στρωμάτων. Η κατάρρευση των υποσχέσεων του νεοφιλελευθερισμού ματαίωσε το όραμα του «καλύτερου αύριο» (ποιο είναι αυτό αλήθεια;) ενώ με την ταυτόχρονη απαξίωση της αλληλεγγύης, δημιουργήθηκε πρόσφορο έδαφος για την ανάδυση ενός γενικευμένου εκφασισμού.

Πρώτα ως συνήθως θύματα αυτής της γωνιάς της Μεσογείου (και κάθε άλλης), οι αποκλεισμένοι του κόσμου. Τόσο «οι δεύτερης γενιάς» μετανάστες, από την Αλβανία, τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, Ρωσία όσο και οι «νεοεισερχόμενοι» από την αφρικανική ήπειρο, το Πακιστάν, Αφγανιστάν και αλλού. Ο όρος «δεύτερης γενιάς» βέβαια δεν είναι παρά δύο λέξεις, σημειώνει ο Νίκος Καμπέρης [2] , εξηγώντας πως η συγκρότηση και η διαφοροποίηση εντός της χώρας υποδοχής είναι μια δυναμική και συνεχής διαδικασία που εξαρτάται από ένα σωρό παράγοντες: το κοινωνικό στρώμα, το επάγγελμα, τις οικογενειακές επιλογές, τις πολιτικές πεποιθήσεις, πολιτισμικές ιδιαιτερότητες, τις κρατικές πολιτικές κ.λπ.

Στα ανοικτά ζητήματα, λοιπόν, μελέτης και καταγραφής του μεταναστευτικού φαινομένου (λόγω της πολυπλοκότητας των παραμέτρων και των «διαμεσολαβήσεων» που εμφανίζονται) καθώς και στην «χαμηλών πτήσεων» βιβλιογραφία-εμπειρική έρευνα στην Ελλάδα, έρχονται να προστεθούν νέα, δυσάρεστα γεγονότα: μετανάστες να επιτίθενται σε μετανάστες.

Δεν πρέπει να πέφτουμε από τα σύννεφα όταν «η μεγάλη πλειονότητα των παιδιών της Γ’ Λυκείου που ψηφίζουν φέτος, είναι έτοιμη να ψηφίσει Χρυσή Αυγή, τουλάχιστον στο Λεκανοπέδιο Αττικής», όπως μεταφέρει η καθηγήτρια στο 2ο γυμνάσιο Νέας Σμύρνης και πρόεδρος της ΕΛΜΕ Καλλιθέας-Νέας Σμύρνης-Μοσχάτου Μαρία Δανιήλ.

Την ίδια στιγμή, οι μαρτυρίες για ένταξη/συμμετοχή μεταναστών «δεύτερης γενιάς» σε φασιστικά εκτρώματα όπως η Χρυσή Αυγή, πληθαίνουν. Ασχέτως αν ο εκπρόσωπος της Χρυσής Αυγής, Ηλίας Παναγιώταρος, αποκηρύσσει επισήμως τέτοιες συμμετοχές [3]. Λέει ψέματα, μην τυχόν και διαταράξει τη φυλετική καθαρότητα του ναζισμού.

«Πριν από το 2007 οι ρατσιστικές εκδηλώσεις εναντίον των μεταναστών περιορίζονταν μέσα στην τάξη», λέει η κ. Δανιήλ, πιάνοντας την ιστορία από την αρχή. «Από τότε μέχρι σήμερα, οι εντάσεις αυξήθηκαν. Άρχιζαν να δημιουργούνται ‘συμμοριούλες’ με μαθητές οι οποίοι έκαναν επιθέσεις σε μετανάστες. Συνήθως Ρώσοι και Αλβανοί σχηματίζουν τέτοιες ομάδες και επιτίθενται σε Πακιστανούς και Αφρικανούς», συνεχίζει, περιγράφοντας τη φασιστική δράση:

«Από την αρχή της χρονιάς, η Χρυσή Αυγή κάνει στρατολόγηση, προσεγγίζει παιδιά με περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες και τα πηγαίνει εκδρομές στον Παρνασσό. Εκεί γίνεται όλη η ιδεολογική δουλειά παράλληλα με διάφορες επιδείξεις πολεμικών τεχνών. Είμαι σχεδόν 30 χρόνια καθηγήτρια, δεν έχω ξανακούσει παιδί να λέει: ‘αυτά, κυρία, τα λένε οι δεξιοί, εμείς είμαστε ακροδεξιοί’».

Στο σημείο αυτό, είναι εμφανής η απουσία του σχολικού μηχανισμού να αντιδράσει ιδεολογικά και να «παρέμβει» (με ελάχιστες «φωτεινές» εξαιρέσεις)· οι όποιες σχετικές υποδείξεις, παρεμβάσεις γίνονταν τα τελευταία χρόνια από τον αναρχικό/αντιεξουσιαστικό χώρο, από κομμάτια της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς αλλά και κοινωνιολόγων, σε μη κυβερνητικές οργανώσεις, οι οποίοι έχουν «εικόνα» από πολύτιμη εμπειρική έρευνα.

«Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα επιφυλάσσει τον εξισωτικό του ρόλο για τους ‘δικούς του’ και για όσους καταφέρνουν να γίνουν ‘δικοί του’», εξηγεί σε κείμενό της η Σίσσυ Ανδριτσοπούλου εκπαιδευτικός-επιστημονική συνεργάτιδα της Εταιρείας Κοινωνικής και Πολιτιστικής Στήριξης Παλιννοστούντων Ομογενών «Νόστος» [4]. Είναι το σημείο που κατά τη γνώμη μας, συμβαίνει το εξής: ενώ το σχολείο αναπαράγει ανισότητες, «φροντίζοντας» να μην γίνονται αντιληπτές οι ταξικές διαφορές [5] , έχει αφήσει «ελεύθερο» το πεδίο στη δημιουργία «εθνικής» ταυτότητας· μιας ταυτότητας που συνδέεται με την ασφάλεια, την πολιτική δύναμη, την κυριαρχία και, στην περίπτωση (όχι μόνο) της Χρυσής Αυγής την φυλετική καθαρότητα και την φυλετική υπεροχή. Με άλλα λόγια, η άρχουσα κουλτούρα του σχολείου συνέβαλε στην ενεργοποίηση των ανακλαστικών του «γοήτρου» ή της κοινωνικής τιμής, όπως αποτυπώνονται στις ευρύτερες φασίζουσες πρακτικές του κράτους.

Πέρα από τον χώρο του σχολείου, υπάρχουν και άλλες ενδείξεις πως ο μετανάστης «δεύτερης γενιάς» μετατρέπεται κατά το «una faccia una razza», στον «Έλληνα – αφεντικό» που είδε και βλέπει με φοβικότητα τον μετανάστη, ως «πολιτισμικά Άλλο» και ταυτόχρονα ως «οικονομικό Άλλο».

Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η μαρτυρία της Νιγηριανής Α.Σ., κατοίκου στο κέντρο της Αθήνας. «Εκεί που μένω, είχε έρθει κάποιος να αγοράσει ένα διαμέρισμα, κάτω από αυτό, έμεναν αρκετοί Σομαλοί οι οποίοι ήρθαν πρόσφατα και προσπαθούν να βρουν δουλειά. Κάθε φορά που τον έβλεπα, ενοχλημένος, μίλαγε υποτιμητικά γι’ ‘αυτούς’: ‘αυτοί εκεί οι μετανάστες…’. Όταν έμαθα από τον άντρα μου ότι είναι Αλβανός -δεν το είχα καταλάβει γιατί τα ελληνικά του ήταν πολύ καλά- τον ρώτησα: ‘Εσύ, γιατί μιλάς έτσι; Μετανάστης δεν είσαι και συ;’. Από τότε θύμωσε και δεν μου ξαναμίλησε. Πως είναι δυνατόν να μιλάει έτσι, επειδή έχει δουλειά, λεφτά και του πάνε όλα καλά..;».

Είναι σαφές ότι η παράμετρος «εργασία» και οι σηματοδοτήσεις [6] που δημιουργήθηκαν από το κυρίαρχο ελληνικό πρότυπο, αποτυπώνει την αλλαγή στο βλέμμα και τη σκέψη του «ελληνοποιημένου» προς τον «νεοεισερχόμενο»· τον «σκουρόχρωμο», τον «μελαμψό». Για του λόγου το αληθές, ήδη τα ελληνικά δικαστήρια είχαν φροντίσει γι’ αυτούς, όπως πληροφορεί η έρευνα της συλλογικότητας antifa str [7]: «η οικονομική ή επαγγελματική δραστηριότητα τους δεν προστατεύεται κατ’ απόλυτο τρόπο. Επίσης το σύνταγμα προβλέπει, απαντά ο συνήγορος (σ.σ: Συνήγορος του Πολίτη), ότι το κράτος έχει υποχρέωση να λαμβάνει μέτρα για την προώθηση της απασχόλησης κατ’ αρχήν υπέρ των ελλήνων πολιτών». (σ.σ: πρόκειται για τον νόμο Σιούφα, 3377/2005).

Ο «δεύτερης γενιάς» μετανάστης κατόρθωσε να διασχίσει τη διαχωριστική γραμμή με τους γηγενείς, προσομοιάζοντας τη δική τους συμπεριφορά: μιλούσε πολύ καλά ελληνικά, («σαν Έλληνας»), είχε δουλειά, χρήματα, κύρος· μπορούσε συνεπώς, να συμπεριφέρεται «αναλόγως».

«Όταν πηγαίνουμε για μαθήματα εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας, άλλες γυναίκες, από τη Βουλγαρία για παράδειγμα, είναι λίγο ‘σνομπ’ όταν βλέπουν Αφρικανούς. Επειδή είναι περισσότερα χρόνια εδώ και ξέρουν καλύτερα την γλώσσα, γι’ αυτό νομίζω. Όταν βλέπουν ότι καταλαβαίνεις και μιλάς και συ καλύτερα, αλλάζουν λίγο», λέει χαριτολογώντας και ταυτόχρονα με παράπονο, η Α.Σ., και προσθέτει: «Μία φίλη μου πρόσφατα μου παραπονέθηκε γιατί μια Ρουμάνα της είπε (σ.σ.: υποτιμητικά) ότι οι Νιγηριανοί είναι στο δρόμο συνέχεια».

«Εμείς οι νόμιμοι, που έχουμε χαρτιά», «εκείνοι οι ‘παράνομοι’ που δεν έχουν»: αυτό συλλογίζονται σε γυμνάσιο και λύκειο μετανάστες που λοβοτομήθηκαν στην κρατική μηχανή της εξουσίας και που, σε τελική ανάλυση, έχουν την ίδια μοίρα.

| Το θέμα δημοσιεύτηκε στο 8ο τεύχος του περιοδικού ΜΟΝΟ, 11/05/2012 |

Πηγές
1. Η. Ιωακείμογλου: «Από το νεοφιλελευθερισμό στο φασισμό», περιοδικό Κόκκινο, τεύχος 52 – Aπρίλιος 2012
2. Νίκος Καμπέρης: «Η δεύτερη γενιά δεν είναι παρά δύο λέξεις», Ελληνική Κοινωνία – Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Κοινωνίας, Ακαδημία Αθηνών, Τόμος 8-9, 2012
3. Καθημερινή: «Πολιτοφυλακή από Αλβανούς δεύτερης γενιάς», 29 Aπριλίου 2012
4. Σίσσυ Ανδριτσοπούλου: «Πόσο μπορεί η κοινωνιολογική θεωρία για τις ανισότητες στην εκπαίδευση να μας βοηθήσει να καταλάβουμε και να αντιμετωπίσουμε τις αλλαγές που συντελούνται μπροστά στα μάτια μας;», Περιοδικό Νόημα, Σεπτέμβριος του 2009
5. Μ.Γ. – Λίλυ Στυλιανούδη: «Πρόλογος», Ελληνική Κοινωνία – Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Κοινωνίας, Ακαδημία Αθηνών, Τόμος 8-9, 2009
6. Δήμητρα Θωμά: «Η δεύτερη γενιά των Βούλγαρων μεταναστών/στριών και η σχέση της με την εκπαίδευση», Ελληνική Κοινωνία – Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Κοινωνίας, Ακαδημία Αθηνών, Τόμος 8-9, 2009
 7. Κείμενο που εκδόθηκε σε 500 αντίτυπα, Ιούνιος 2011, στα πλαίσια εκδήλωσης-συζήτησης με θέμα: «Ποιοι και γιατί τα βάζουν με τους μικροπωλητές;». Η εκδήλωση καλέστηκε από την συλλογικόητα antifa str.