Delirium

C'est de la racaille ? Eh bien, j'en suis ! – Alèssi Dell'Umbria

Month: Μαΐου, 2013

«Αντί να τους ξυλοφορτώνουμε, καλύτερα να μην καταγγείλουν»

photo_immigrants

φωτό:Aντιναζιστική Πρωτοβουλία Πειραιά

Την ώρα που το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο περιφέρεται ως πολιτικό τρόπαιο της κοινοβουλευτικής τάχα πάλης, ο ρατσισμός εξυφαίνεται καθημερινά και χειροπιαστά, στην πραγματικότητα. Εκτός από τα περιστατικά ρατσιστικής βίας που δημοσιοποιούνται, είτε γιατί κάποιες οργανώσεις διαμεσολαβούν για να τ’ αναδείξουν, είτε γιατί ο υπουργός Δένδιας προβαίνει σκόπιμα σε διαρροές, υπάρχει ένας όγκος μη καταγεγραμμένων περιστατικών που διαπιστώνεται κυρίως εμπειρικά – και ο οποίος βέβαια δεν θεωρείται επίσημος.

Η βασική αρχή του κρατικού «ντιλ» είναι πάνω-κάτω γνωστή σε όλους τους εμπλεκόμενους ( σε αστυνομικές αρχές, χρυσαυγίτες και βέβαια στα θύματα -μετανάστες και πρόσφυγες- ) : «καλύτερα να μην κάνεις καταγγελία, γιατί θα σε συλλάβω και θα σε διώξω».

Στην έκθεσή του για το 2012, το Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας παραδέχεται «ότι ο αριθμός των περιστατικών ρατσιστικής βίας που καταγράφεται από το Δίκτυο είναι πολύ μικρότερος του πραγματικού». Επιπλέον, μόλις το 1/6 (24 σε σύνολο 154) ανέφερε ότι προχώρησε σε επίσημη καταγγελία την στιγμή που 23 είπαν ότι θα το επιθυμούσαν· οι υπόλοιποι δεν έκαναν τίποτα διότι δε διέθεταν νομιμοποιητικά έγγραφα και φοβήθηκαν τη διαδικασία απέλασης και τον κίνδυνο στοχοποίησης από την αγαστή συνεργασία της ΕΛ.ΑΣ και της Χρυσής Αυγής. Η αντιμετώπιση των μεταναστών είναι τέτοια αφού δεν λείπουν και περιπτώσεις καταστροφής νομιμοποιητικών εγγράφων, όπως προκύπτει από το Δίκτυο όσο και από σημείωμα της Διεύθυνσης Κρατικής Ασφάλειας που επικαλείται η Καθημερινή.

Ο Ασίφ όταν πριν από μήνες του επιτέθηκαν χρυσαυγίτες σε λεωφορείο, βρήκε τα κότσια να επιμείνει στη διαδικασία της καταγγελίας, ακόμη και της μήνυσης. Μήνυση δεν έγινε, ωστόσο η περιπέτεια του είναι ενδεικτική γιατί οι περισσότεροι επιλέγουν να μην μιλήσουν. Οι «Δίας» που παρενέβησαν στο περιστατικό έδειξαν να προτιμούν πιο σφιχτές χειροπέδες στον Ασίφ απ’ ότι στον επιτιθέμενο με γροθιά χρυσαυγίτη.

«’Είμαστε μαζί σου, το επεισόδιο έληξε’, έλεγαν φανερά στον χρυσαυγίτη. Ώσπου να πάω στο νοσοκομείο για να φέρω στην αστυνομία χαρτί ότι είχα πάθει ζημιά, είχε φύγει. Τον είχαν αφήσει», λέει ο Ασίφ. «Τα τελευταία 2-3 χρόνια έτσι είναι τα πράγματα στην περιοχή μου. Όταν φασίστες μπήκαν και τα έσπασαν σε σπίτι φίλου, αυτός κάλεσε την αστυνομία. Όταν έφτασαν εκεί το πρώτο πράμα που του είπανε είναι ότι ‘λες ψέματα, μεταξύ σας τσακώνεστε’». Πρόκειται για μόνιμη αστυνομική επωδό που καθόλου τυχαία απαντάται και στη ρητορική της Xρυσής Αυγής.

Ο Φααντί, τον Μάρτιο του 2012 δέχτηκε επίθεση με σιδερογροθιές από μέλη της Χ.Α. στην Πέτρου Ράλλη. Ούτε γι’ αστείο δεν θα πήγαινε να το καταγγείλει: «αποκλείεται, όχι, αστυνομία και Χρυσή Αυγή είναι μαζί. Κι άλλοι πέντε γνωστοί μου που έφαγαν ξύλο δεν πήγαν να το καταγγείλουν».

Στις 13 Μαΐου σε συρμό που κατευθυνόταν στον Πειραιά, η Ε. μπήκε στη μέση να προστατέψει ένα μετανάστη ασιατικής καταγωγής από έναν χρυσαυγίτη. «Πριν τον πλησιάσει και αρχίσει να τον χτυπάει χωρίς λόγο, πήγε μπροστά του και τον απειλούσε μιλώντας επιδεικτικά στο τηλέφωνο -δήθεν για ‘κάποιον άλλο’-: “έχω βάλει στο μάτι έναν Πακιστανό και έχουν μαζευτεί στο λιμάνι άλλοι δέκα για να τον δείρουν…’’», λέει στο enfo.

Αφού έφαγε σπρωξιές, φώναζε για βοήθεια – τελικά κάποιοι προστάτευσαν τον μετανάστη με τα σώματά τους και το περιστατικό έληξε με τον τύπο να απομακρύνεται από το σταθμό του ηλεκτρικού από κάποιους, φωνάζοντας παράλληλα «αίμα-τιμή-χρυσή αυγή».

«Την επόμενη μέρα έχοντας ηρεμήσει κάπως, θυμήθηκα όλες τις λεπτομέρειες και μπόρεσα να βάλω τα όσα είχαν συμβεί σε μια σειρά», σχολιάζει η Ε. «Σκέφτηκα να βγω έξω από το κτίριο (σ.σ. του σταθμού του ηλεκτρικού) γιατί συνήθως εκεί υπάρχουν αστυνομικοί. Αμέσως απέκλεισα την ιδέα γιατί πολύ απλά ήξερα ότι πιο πιθανό είναι να τραβάνε εμένα και το μετανάστη στο τμήμα, παρά τον χρυσαυγίτη […] η απόφασή μου ήταν η πιο σωστή γιατί δεν ήθελα να στοχοποιηθώ. 6 στους 10 αστυνομικούς ψηφίζουν Χρυσή Αυγή, η συνεργασία τους σε επιθέσεις είναι απροκάλυπτη ενώ οι εγκληματίες φασίστες τυγχάνουν της καλύτερης μεταχείρισης, αν ποτέ συλληφθούν».

Η Α., δραστήριο μέλος πρωτοβουλίας που ασχολείται με επιθέσεις σε μετανάστες, προσθέτει στην παραπάνω αφήγηση: «Όποιος εμπλέκεται σ’ αυτές τις υποθέσεις μόνος του, χωρίς νομική και ευρύτερη πολιτική στήριξη έχει μπλέξει με την ΕΛ.ΑΣ. Μπορείς να βρεθείς μπλεγμένος από το πουθενά: να σκαρφιστούν ότι τους εμποδίζεις στο έργο τους, ότι ταλαιπωρείς τις αρχές κτλ. Ούτε το δικαίωμα να υπερασπιστείς τραυματία δεν σου αναγνωρίζουνε».

Συνοδευτικό της καταστολής λοιπόν και η επιβολή της σιωπής. Και οι μηχανισμοί που την επιβάλλουν δεν χάνουν ευκαιρία να δείξουν το απαραίτητο «τουπέ»: σε κουβέντες που ανταλλάχθηκαν πρόσφατα μεταξύ επικεφαλής μεταναστευτικής οργάνωσης και διοικητή Α.Τ. στο κέντρο της Αθήνας, ακούστηκε (και δυστυχώς, αν και δεν είναι του παρόντος, δεν απαντήθηκε) η εξής ατάκα: «από να τους ξυλοφορτώνουμε, καλύτερα να μην κάνουν την καταγγελία».

Θα ήταν παράλειψή μας βέβαια να σημειώσουμε πως όταν (και αν) ενεργοποιηθεί η πρόβλεψη για «την προστασία θυμάτων και ουσιωδών μαρτύρων» στο επικείμενο αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, ατάκες όπως οι παραπάνω και επακόλουθες συμπεριφορές θα εξαλειφθούν.

Για την ιστορία, τέλος, και για να μην μείνει η αίσθηση θυματοποίησης γι’ αυτούς και άλλους τόσους μετανάστες που δέχονται επιθέσεις (όσοι μίλησαν στο enfo έδειξαν ξεκάθαρα ότι δεν φοβούνται), υπάρχει μια ενδιαφέρουσα υπόθεση σε εξέλιξη.

Αλλοδαπός μαθητής προχώρησε σε μήνυση άλλου μαθητή, ενδεχομένως μέλους της Χ.Α, για βιαιοπραγία εναντίον του. Το ενδιαφέρον σ’ αυτήν την υπόθεση δεν είναι τόσο η «αρμονική» συνεργασία με τις αρχές, όσο ο τσαμπουκάς του μικρού να αγνοήσει φίλους, γονείς και δασκάλους και πολλές απειλές από την αντίπαλη πλευρά , και να προχωρήσει τη διαδικασία. Αν και στο μεταξύ οι βαριές απειλές μετατράπηκαν σε ικεσίες για απόσυρση της μήνυσης.

Δημοσιεύτηκε στο enfo.gr στις 23/5/2013

 

η γεωλογία είναι τέτοια που επιτρέπει τις αιωρήσεις

 

Image

Ο κόσμος της δουλειάς: επισφαλείς που «δεν θα επέστρεφαν»

2013-04-23 01.17.06

Αθήνα, κέντρο. Ο κόσμος της δουλειάς δεν είναι ευχαριστημένος με τίποτα.

Ορισμένες αφηγήσεις μάλλον δεν βρίσκουν τον δρόμο τους στο κάδρο της κρίσης. Όχι απαραίτητα επειδή δεν έχουν εκείνη τη μαγική ιδιότητα του εμπορεύματος -για να «πουλήσουν»- αλλά ενδεχομένως επειδή θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν μια εντονότερη συζήτηση για το αξιακό σύστημα του καπιταλισμού και να αμφισβητήσουν τις κοινωνικές σχέσεις που διαμορφώνονται εντός του. Πού όμως τέτοια τύχη σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης;

Στο μεγαλύτερο ποσοστό της, η γενιά των 30άρηδων που σήμερα είναι άνεργοι ή εργάζονται με τη μεγαλύτερη δυνατή υποτίμηση, ανατράφηκαν σε ένα σύστημα όπου η διαδρομή ήταν στον πυρήνα της η ίδια: σπίτι/οικογένεια – σχολείο – πανεπιστήμιο – δουλειά/καλά λεφτά – οικογένεια (και φτου από την αρχή)· με διάφορες παραλλαγές αυτό ήταν το μοντέλο. Δεν είναι σίγουρο πώς αυτό το αξιακό πλαίσιο αλλάζει έτσι όπως ξεδιπλώνεται η συγκεκριμένη κρίση -διότι υπήρχε και πιο πριν, απλά αφορούσε ορισμένους- ωστόσο, στα μυαλά μερικών δείχνει να δοκιμάζεται, ακόμη και σήμερα που «είναι αργά», με την ανάγκη επιβίωσης να είναι πρώτη προτεραιότητα, με τον φόβο και την καταστολή να αποτελούν ρητές πολιτικές της οικονομικής και κοινωνικής εξουσίας.

Οι παρακάτω αφηγήσεις προέρχονται από ανθρώπους μιας γενιάς που μεγάλωσε πολιτικά με χρυσές εταιρικές υποσχέσεις και με όνειρα που στριμώχνονταν κάτω από την πίεση και την εκμετάλλευση της εργασίας. Ό, τι ήταν φυσιολογικό τότε, μοιάζει αφύσικο σήμερα. Ακόμη και σε μια «καλή δουλειά» με «καλά λεφτά», οι περισσότεροι θα γύριζαν την πλάτη. Θα προτιμούσαν να περάσουν (και περνάνε) με λιγότερα, παρά «να είναι καμμένοι ψυχολογικά και σωματικά». Θα πει κάποιος «όλοι εκ του ασφαλούς μιλάνε».

Εύλογο, θα μπορούσαν όμως και «να μην εκφραστούν έτσι» ή ακόμη περισσότερο «να μη ζήσουν με αυτόν τον τρόπο». Όπως είπε ένας από τους συνομιλητές μας: «Αντιλαμβάνομαι μάλλον τι σημαίνει όλο αυτό. Η ‘μη εργασία’ ή το να δουλεύεις ίσα ίσα για να επιβιώνεις, έχει σήμερα απενοχοποιηθεί. Ωστόσο, νομίζω ότι ορισμένοι μειώνουν αυτές τις σκέψεις, τις εκφράσεις, όταν λένε ότι δεν αποτελούν πολιτικό πρόταγμα. Και βέβαια είναι πρόταγμα, και μάλιστα κοινωνικό αφού έστω και σε μικρό βαθμό αυτές οι σκέψεις διατυπώνονται, μοιράζονται μεταξύ κάποιων. Η στάση του καθενός για το πώς θέλει ή δεν θέλει να ζήσει είναι πολιτική στάση».

«Ελάτε πίσω, η κρίση τέλειωσε»

Η Κατερίνα, 31 ετών, δούλευε για έξι χρόνια σε μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες δημόσιων σχέσεων και επικοινωνίας. Εργαζόταν 12 με 13 ώρες την ημέρα, συμμετείχε στη διοργάνωση «event» που ήταν πολύ της μόδας τότε: lobbying, συμβουλευτικές υπηρεσίες και προσπάθειες για το κατάλληλο «spin» σε δημοσιεύματα που αφορούσαν πελάτες. Τα λεφτά «καλά» – εντάξει, θα μπορούσαν και καλύτερα. Γιατί δεν θα ξαναγύρναγε, αν είχε την ευκαιρία;

Αν και δέχομαι, όπως αρκετοί, τρομερή πίεση στα οικονομικά μου, δεν θέλω να ξαναγυρίσω στην ίδια δουλειά. Από το 2008 και έπειτα, όταν άρχισα να βλέπω ότι υπήρχαν άνθρωποι που δεν είχαν να φάνε, έβλεπα το μάταιο της δουλειάς μου. Δεν ανέχομαι να είμαι σε περιβάλλον όπου οι άνθρωποι πιστεύουν σ’ αυτό που αποκαλούν ‘ανάπτυξη’, με τέτοιους εξευτελιστικούς όρους εργασίας: δεν είχα χρόνο ν’ ασχοληθώ με φίλους, με ερωτικά ζητήματα, με πράγματα που γούσταρα όπως η φωτογραφία. Τρομερή πίεση, ανταγωνισμός, κακεντρέχεια που δεν οδηγούσε πουθενά· μ’ ένα στομάχι συνέχεια πρησμένο από το άγχος. Όσο για το χρόνο; Είχα, δεν μπορώ να πω: μόνο για να ψωνίζω….

Η Χριστίνα, έχοντας δουλέψει από κατάστημα με είδη πληροφορικής έως και σε οίκο μόδας (είχε και σχετικές σπουδές) συμφωνεί με την Κατερίνα και εξηγείται:

Δεν ξαναγυρνάω στα ίδια, αποκλείεται. Σκέφτομαι ότι θα πάθω καρκίνο αν ξαναπάω σε τέτοιες εταιρείες (σ.σ.: γελάει). Δεν με απασχολεί το τυράκι με τα 1000 ευρώ (βέβαια, τώρα, δεν υπάρχουν τέτοια ποσά) και η σκλαβιά που τα συνοδεύει. Θα μου συμπεριφέρονται σα να μου κάνουν χάρη, θα γυρίζω στο σπίτι στις 22:00 και θα περιμένω πότε να μου φύγει η ένταση για να κοιμηθώ και να σηκωθώ την επόμενη μέρα για το ίδιο ακριβώς μοτίβο. Το μόνο στο οποίο ξέσπαγα ήταν τα ψώνια. Καταλαβαίνω τώρα, περισσότερο από ποτέ, ότι αυτό το σύστημα εργασίας που επικρατούσε μας ήθελε έτσι: να μην προλαβαίνουμε να σκεφτούμε, μόνο να αγοράζουμε.

Δάφνη, έχει απολυθεί εδώ και 8 μήνες περίπου. Ανάμεσα σε ιστορίες για το επίδομα ανεργίας που παίρνει, κοιτάζει πίσω στη δουλειά της. Είναι κάτι που της άρεσε: σύμβουλος σταδιοδρομίας σε εκπαιδευτικό οργανισμό. Το ήξερε, ναι, εκπαίδευση μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα. Ωστόσο, οι συνθήκες την έκαναν να τα δει «καλύτερα», όπως λέει:

Μου άρεσε αυτό που έκανα, δεν το κρύβω. Ωστόσο, το κυριότερο ήταν ότι όσο πέρναγε ο καιρός μου φαινόταν ότι δουλεύω σε κάτι εντελώς ξένο προς εμένα. Συνυπήρχα με ανθρώπους που είχαν πολύ διαφορετικά ‘πιστεύω’: το γεγονός ότι συμπεριφέρονταν σαν ‘σκληρή’ εταιρεία, λέγοντας μάλιστα τους φοιτητές ‘πελάτες’, ήταν κάτι που με αποξένωνε. Δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να έχω ξανά τέτοια αφεντικά, δεν θα μπορούσα να δουλέψω κάτω από οποιονδήποτε ‘μάνατζερ’ τέτοιου είδους. Η ένταση που βίωνα στη δουλειά ήταν τέτοια που συνειδητοποιούσα ότι δεν μπορούσα να ζήσω αλλιώς. Ένιωθα ότι πνίγομαι. Τώρα, αν και περνάω δύσκολα, έχω ουσιαστική επαφή με τον χρόνο, έχω την επιλογή να χρησιμοποιήσω τον χρόνο όπως θέλω. Δεν θέλω να μου το στερήσει αυτό κανείς….

Η Τέττα, άνεργη σήμερα, έχει δουλέψει ως σύμβουλος σε μεγάλες εταιρείες, μετά έγινε δασκάλα, έχει βιώσει με λίγα λόγια διάφορους και διαφορετικούς ρυθμούς. Επιχειρεί να ερμηνεύσει τη συσσωρευμένη εργασιακή εμπειρία της:

Για μένα σε τέτοιου είδους δουλειές αναπαράγεται το φαντασιακό του καπιταλισμού – θεωρείται αξία να ‘μαχαιρώνεις’ τους άλλους για να φτάσεις εκεί που θέλεις. Ζούσα συνολικά 6 χρόνια σε τέτοιους ‘κόκκινους’ ρυθμούς. Έπρεπε να ‘είσαι ωραία, να ντύνεσαι ωραία, να λες τα σωστά πράγματα’. Μιλάμε για τόνους υποκρισίας όπου η επαγγελματική διαστροφή έμπαινε και στην προσωπική ζωή – έπρεπε να είσαι με τον σωστό άνθρωπο και να συμπεριφέρεσαι με τον σωστό τρόπο. Μια ζωή κατασκευασμένη. Και επειδή πολλοί μύθοι κυκλοφορούν για τον καλό και κακό δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα, αυτή η ‘κατασκευή’ ίσχυε σχεδόν παντού. Ακόμη και στην εκπαίδευση από την οποία πέρασα, τίποτα δεν είχε σχέση με τη διδασκαλία στα παιδιά. Υπήρχε μόνο ένας ατέλειωτος αγώνας για το ποιος είναι’ ο καλύτερος επιστήμονας’, ποιος είχε τις περισσότερες δημοσιεύσεις και άλλα τέτοια φιλόδοξα.

Η Χριστίνα, έχει ένα πολύ ωραίο περιστατικό να προσθέσει στο εικόνισμα της φιλοδοξίας:

Ιούνιος του 2011, χημικά στο Σύνταγμα, ξύλο, γενικός χαμός, πολιτική ανακατωσούρα. Όσοι ήταν στο γραφείο, παρακολουθούσαμε τι συνέβαινε. Έρχεται λοιπόν το αφεντικό και μου λέει ‘η απόδοσή σου έχει πέσει και δεν πουλάμε πολλά ρούχα όπως θα έπρεπε’. Αυτά τώρα, σε μια εποχή μνημονίου, καταλαβαίνεις. Και όπως τ’ ακούω αυτά, λίγο πριν του δηλώσω την παραίτησή μου, ο τύπος κάνει ένα σχεδιάγραμμα για να μου δείξει που κυμαίνεται η απόδοσή μου. Μου δείχνει: ‘πάνω είναι ο γαμάτος, κάτω κάτω ο μαλάκας. Εσύ είσαι λίγο πιο πάνω από τον μαλάκα’. […].

2013-04-23 01.17.19

«Να κάνουμε το πανεπιστήμιο μια επικίνδυνη επένδυση για τα αφεντικά». Σημείο εκκίνησης: Πανεπιστημίου.

Ο Θ., άνεργος κι αυτός, γύρω στα 40, θεωρεί δηλώσεις σαν τις παραπάνω, μια υγιή και αυθόρμητη αντίδραση απέναντι στο ζήτημα εργασία.

Επειδή όμως ζούμε στο σύστημα που για να επιβιώσεις, χρειάζεσαι μια δουλειά, νομίζω ότι όσοι μιλάνε έτσι, μιλάνε μάλλον εκ του ασφαλούς. Για τον ανειδείκευτο εργάτη για παράδειγμα, δεν νομίζω ότι υπάρχει τέτοιο περιθώριο. Αν μιλάμε για μικρομεσαία στρώματα που επιβιώνουν με ό, τι ενδεχομένως έχουν κατορθώσει να συσσωρεύσουν οι οικογένειές τους, είναι διαφορετικά τα πράγματα.

Ο Κώστας Αποστολόπουλος, 31 ετών, σπούδασε μάρκετινγκ, προσπάθησε να βρει κάτι σχετικό πριν από χρόνια, δεν τα κατάφερε. Κυρίως διότι κατάλαβε ότι αυτό που σπούδασε δεν τον ενδιέφερε καθόλου και δεν ήθελε να ασχοληθεί. Πλέον ξέρει ότι είναι θέμα συνείδησης να μην πάει σε τέτοιες εταιρείες, θα προτιμήσει να κάνει «δουλειές του ποδαριού», όπως λένε με υποτιμητική διάθεση διάφοροι. Αυτοί που προσέφεραν όνειρα με διαβαθμίσεις.

Στον βαθμό που μπορώ να επιζώ, προτιμώ να περνάω με οικονομική στενότητα. Βέβαια, αν δεν μπορείς να επιζήσεις, δεν ξέρω αν μπορούν να ισχύσουν όλες αυτές οι αρνήσεις που διατυπώνουν κάποιοι.

«Αν τελειώσει το επίδομα, πραγματικά δεν ξέρω τι θα κάνω, να σου πω όμως ότι δεν με απασχολεί. Τουλάχιστον δεν θα έχω το ίδιο βάρος που είχα πριν, όταν δούλευα εκεί που δούλευα. Ακόμη και κάτι μικροδουλειές που κάνω, τις ευχαριστιέμαι γιατί επιλέγω με ποιους· με ανθρώπους που με καταλαβαίνουν», λέει η Δάφνη.

«Δεν έχω καμία οικονομική ‘πλάτη’, καλύτερα να τη βγάλω με ένα τοστ την ημέρα παρά να τρώω χαβιάρι που λέει ο λόγος και να είμαι πεθαμένη σ’ ένα χρόνο δουλειάς με τέτοιους ρυθμούς. Θα πλύνω και σκάλες, θα δουλέψω (όπως κάνω κατά καιρούς) ως σερβιτόρα· θα ξέρω πάντως ότι είναι δική μου επιλογή», συμπληρώνει η Κατερίνα.

«Αυτά που κάνω αυτήν την περίοδο, με το να κρατάω πιτσιρίκια, να κάνω τον κλόουν σε παιδικά πάρτι και να συμμετέχω παράλληλα σε αυτοδιαχειριζόμενες κοινότητες είναι πράγματα που με ‘γεμίζουν’ περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Η αξία και η ικανοποίηση που παίρνω από αυτές τις κοινότητες αποτυπώνεται παντού στη ζωή μου».

Η Τέττα, αν και προτιμά τον σημερινό τρόπο ζωής της, αν και δεν θα ξαναγυρνούσε στην «μηχανή του κιμά» εκτός αν «η ανάγκη ήταν μεγάλη», φαίνεται να είναι προσγειωμένη.

Δυστυχώς, δεν μπορούμε να φανταστούμε κάποια άλλη εικόνα από αυτή που προσφέρει ο καπιταλισμός, η ζωή μας είναι γεμάτη εθελοδουλεία, τα καταπίνουμε όλα. Με αυτά τα δεδομένα, νομίζω ότι είναι πρόσκαιρο όλο αυτό, αν δηλαδή οι εποχές κατανάλωσης επέστρεφαν, δεν θα είχαμε πρόβλημα να επιστρέψουμε σεαυτές. Μου φαίνεται ότι το πρόβλημα του κόσμου δεν είναι πρόβλημα με τον καπιταλισμό αυτόν καθεαυτόν.

Μπορεί, αλλά φαίνεται ότι όλοι έχουν τα προβληματάκια τους με αυτό το σύστημα, από τις αρχές του 20ου αιώνα και αισίως πλέον στον 21ο.

Γύρω στο ’80 ο συγγραφέας George Caffentzis εξηγούσε:

Όταν ήσουν στην αλυσίδα, έβλεπες με τα μάτια σου την εργατική σου δύναμη να αποκρυσταλλώνεται στη μορφή του εμπορεύματος, έβλεπες τη ζωή σου να χάνεται στον ορίζοντα της κίνησης του ιμάντα, ένιωθες την αλλοτρίωση, υλική, καθημερινή, να κεντά το πετσί σου […] όσο για τον ‘ενεργειακό/πληροφοριακό’ τομέα, εκεί πνίγεσαι στην πλημμύρα του σταθερού κεφαλαίου που σε περιτριγυρίζει, νιώθεις σα να μην σε εκμεταλλεύονται καν, σαν να ‘σαι υπηρέτης της μηχανής ή ακόμη και ‘προνομιούχος’, ένα περήφανο μικρό κομματάκι του ‘εγκεφάλου του συστήματος’.

Σήμερα, 2013, οι «πνιγμένοι» των τομέων της πληροφορίας και της αγοράς των υπηρεσιών, έχουν κάτι να πουν.

Σημ: George Caffentzis: Η εργασία, η ενέργεια, η κρίση και το τέλος του κόσμου (σελ. 27-139). Εκδόσεις «Αρχείο 71 – αυτόνομο εργαστήρι έρευνας και αυτομόρφωσης».

Δημοσιεύτηκε στο enfo.gr στις 12/05/2013