Σκηνές από το βλέμμα του πλήθους: 12 Φεβρουαρίου

Είναι σαφές ότι απόλυτη σύλληψη και ερμηνεία συμβάντων και γεγονότων δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει ούτε ατομικά, ούτε συλλογικά. Είναι τόσα τα κοινωνικά, πολιτικά, αισθητικά και πολιτισμικά ζητήματα που διαμεσολαβούν την ερμηνεία ώστε ακόμη και η εμπρόθετη ειλικρίνεια πέφτει πάνω σε αμέτρητους και απροσδόκητους περιορισμούς.

Αυτό που βοηθάει μάλλον είναι οι προσωπικές καταγραφές, ο συνδυασμός τους, η εύρεση κοινών αναφορών, η διασταύρωση πληροφοριών ακόμη και η προσωπική εμπλοκή του παρατηρητή (δημοσιογράφου, πολίτη) Κάτι που δεν έγινε σχεδόν καθόλου, όπως σωστά παρατηρήθηκε, από τα κυρίαρχα έντυπα ή ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης στην περίπτωση των διαμαρτυριών της 12ης Φεβρουαρίου.

Ο όρος «κυρίαρχα» αφορά την επίμονη αναπαραγωγή των ίδιων στερεοτύπων για το τι συμβαίνει στον δρόμο τα τελευταία χρόνια ως πεδίο (όχι αποκλειστικό) πολιτικής αντίδρασης στη μνημονιακή πολιτική, ως χωροχρόνο κοινωνικών ζυμώσεων που αρκετές φορές ούτε οι ίδιοι οι συμμετέχοντες καλά-καλά αντιλαμβάνονται, ως σημείο βρασμού για κάθε ριζοσπαστικό εγχείρημα/εγχειρήματα. Ο συνειδητός αποκλεισμός εικόνων και διαφορετικών ερμηνειών για το τι συνέβη την Κυριακή δείχνει κατηγορηματικά αν και αναμενόμενα, την πλήρη συνεργασία/ευθυγράμμιση αυτών των Μέσων με τους δήθεν πολιτικούς αντιπροσώπους, μιας διαμορφούμενης χούντας.

Μερικές σκόρπιες σκηνές, με τη σχετική φόρτιση.

α – η συγκέντρωση για το δεύτερο «δολοφονικό» (τα εισαγωγικά ελέγχονται, και πολύ μάλιστα) μνημόνιο ήταν από μια σκοπιά μαζική. Δεν θα υπεισέλθουμε σε αριθμητικές εκτιμήσεις· εκτός από τον χώρο του Συντάγματος και για περίπου 2 ώρες οι εικόνες της Πανεπιστημίου, της Ακαδημίας και των γεμάτων γύρω στενών, όπως επίσης της Ερμού κατά μήκος της μέχρι το Μοναστηράκι, ήταν εντυπωσιακές. Από την άλλη, ο φόβος ευρύτερων μαζών, η τρομοκράτηση της στρατιάς των ανέργων αλλά και λοιπών μελλοντικών «ευελφαλών» είναι ακόμη ηχηρή, κακά τα ψέματα. Παρόλα αυτά, η μειοψηφική αυτή «μαζικότητα» έδειξε να εκφράζεται με «ποιοτικά» χαρακτηριστικά που αποκρύφτηκαν επιμελώς από δημοσιογραφικές καταγραφές.

β – η συγκρουσιακή διάθεση και η συνεργασία με αναρχικούς/αντιεξουσιαστές που λειτούργησαν ευδιάκριτα ως μπροστάρηδες στις συγκρούσεις με τα ΜΑΤ και τις ομάδες ΔΕΛΤΑ και ΔΙΑΣ ήταν εμφανής. Με τη δική μου, ανεπαρκή οπτική, ήταν σαν το Νεγκρικό πλήθος, με την πολλαπλότητα και τη δικτυακή του συγκρότηση, να συνεργάζεται χωρίς καθοδήγηση και ηγεμονία, να συναποφασίζει και να κάνει συγκεκριμένες επιλογές. Για κάποιον που έχει μια σχετική επαφή με την ανθρωπογεωγραφία του δρόμου, το στοιχείο αυτό ήταν εμφανές, τώρα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Είχε αρχίσει ήδη να διαφαίνεται και από προηγούμενες πορείες και συγκεντρώσεις – γεγονός που έχει πανικοβάλλει την αστυνομική εξουσία· γι’ αυτό η πολιτική των προληπτικών προσαγωγών, η συζήτηση για τις ρυθμίσεις στις πορείες και η πρόσκληση-συμβολή στον καουμπόικο πολιτισμό του «Wanted».

Με λίγα λόγια, άτομα άγνωστης «πολιτικής» ταυτότητας, συνεργάζονταν στις επιθέσεις κατά των αστυνομικών πρακτικά, με πέτρες, αντικείμενα ή οτιδήποτε άλλο, επιδοκίμαζαν πιο αποστασιοποιημένα τις ενέργειες των αναρχικών ή σιωπούσαν επιδεικνύοντας συγκατάβαση/συναίνεση. Ελάχιστες ήταν οι φορές που το «πλήθος» σιώπησε λόγω φόβου ή διαφορετικής πρόθεσης/στάσης.

γ – αρκετός κόσμος/100 περίπου άτομα, φωνάζοντας και βρίζοντας κατά διμοιριών ΜΑΤ στο στενό της Κριεζώτου (χαμηλά, προς Πανεπιστημίου) «πετυχαίνει» να ανοίξει τον δρόμο και να βγει στην πλατεία Συντάγματος. Τα εισαγωγικά διότι έπειτα από εντολή, οι μέχρι εκείνη τη στιγμή καθηλωμένες διμοιρίες, έκαναν νεύμα στον κόσμο να περάσει. Ο κόσμος πέρασε, τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο, σ’ ένα φαιδρό παραλήρημα εθνικο-απελευθερωτικής διαδικασίας.

Σ’ άλλο χρονικά σημείο, μεγάλες μάζες κόσμου πνίγονταν στα δακρυγόνα στην Ερμού και τα γύρω στενά, μέχρι και το Μοναστηράκι. Για αρκετή ώρα, όπως καταγράφηκε, αρκετοί ανασυντάσσονταν και προσπαθούσαν να γυρίσουν πίσω στο Σύνταγμα· εντωμεταξύ οι ομάδες ΔΕΛΤΑ και ΔΙΑΣ τρομοκρατούσαν περιφερόμενοι μέσα στα στενά· επιθέσεις σε ηλικιωμένους, σπάσιμο τζαμαρίας μαγαζιού που είχε την στιγμή εκείνη κόσμο. Αρκετοί δρόμοι έκλειναν με μικρά οδοφράγματα για να εμποδίζουν τις δολοφονικές, όπως προκύπτει από βίντεο και μαρτυρίες, αστυνομικές επελάσεις.

δ – Η απόπειρα καταγραφής πέφτει πάνω σε «τοίχους» όπως είπαμε αρχικά. Ωστόσο, αν δεν υπήρχαν διαδικτυακές επιτόπιες αναφορές από άτομα, συλλογικότητες, την ιατρική ομάδα της πλατείας Συντάγματος και πολλούς άλλους, η εικόνα της δράσης θα ήταν λειψή και ολοκληρωτικά διαστρεβλωμένη. Οι λόγοι είναι λίγο πολύ γνωστοί. Τηλεοπτικοί δημοσιογράφοι π.χ. ήταν για αρκετή ώρα έξω από το καιγόμενο κτίριο του «Αττικόν» στη Σταδίου, κοιτάζοντας τις μαγευτικές φλόγες και περιμένοντας την στιγμή για το πολυπόθητο πλάνο. Καμία περιέργεια για το ποιος συγκρούεται, γιατί συγκρούεται ή πως συγκρούεται. Βασικές αρχές τηλεοπτικής δημοσιογραφίας.

Από την πλευρά της έντυπης καταγραφής, στο ίδιο περίπου μήκος κύματος, για άλλη μια φορά, η σημασία δόθηκε στους «κουκουλοφόρους», τους «γνωστούς-άγνωστους» ή τους «προβοκάτορες», όπως ερμήνευσαν όλα τα πολιτικά κόμματα. Ο «φωτισμός» στα πλιάτσικα και τα δημοσιογραφικά lead περί εκβιασμών καταστηματαρχών που, όντως υπήρξαν σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν δικαιολογούν τις τελικές περιγραφές, θέσεις και προβληματικές απέναντι στα γεγονότα.

ε – Οι διαπιστώσεις ότι την Κυριακή κυριάρχησε το πλιάτσικο και η τυφλή βία σε βάρος της σύγκρουσης, της μάχης του αντιεξουσιαστικού χώρου με τμήματα ενός ετερόκλητου πλήθους ενάντια στις αστυνομικές δυνάμεις, είναι εξαιρετικά υποκριτικές, στην καλύτερη ανεπαρκείς. Η περίπτωση των μέηνστριμ και «εναλλακτικών» media είναι τέτοια. Δεν έχουν αντιληφθεί ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια κοινωνική έκρηξη που εκδηλώνεται με πολυσύνθετο τρόπο, με συνέπειες όχι επιθυμητές απ’ όλους και με Λόγο που δεν ταιριάζει στο φαντασιακό του καθενός ή του κάθε πολιτικού σχηματισμού. Γι’ αυτό και η υιοθέτηση της ρητορικής του Κάμερον λειτουργεί αυτόματα: ως ασφαλές ερμηνευτικό καταφύγιο απέναντι σε μια εκρηκτική, μεταβατική ενδεχομένως περίοδο.

Στις βρετανικές ταραχές τον Αύγουστο του 2011 αυτός ο μίστερ έλεγε ότι το πλιάτσικο που συνέβη ήταν ζήτημα εγκληματικότητας. Προσπάθησε να απομονώσει οποιοδήποτε πολιτικό γνώρισμα, με την έννοια της διαμαρτυρίας, του πολιτικού αιτήματος. Σ΄ έναν βαθμό, ο Βρετανός looter ενδεχομένως να μην είχε υψηλό βαθμό συνείδησης της θέσης του στην ταξική πάλη. Οδηγήθηκε όμως σε μια αυθόρμητη εξέγερση, γεγονός αναμφισβήτητα πολιτικό. Όπου υπάρχει κοινωνικό-οικονομικός αποκλεισμός, δημιουργούνται εξεγερσιακές συνθήκες τις οποίες το νέο-φιλελεύθερο μοντέλο γνωρίζει να «παράγει». Και στην Ελλάδα, λοιπόν, με όποιες διαφορές μπορεί να εμφανίζονται εδώ, ο πλιατσικολόγος είναι ένα άτομο αποκλεισμένο, για 1002 λόγους που ενοχλούν στην πολιτική συζήτηση. Η θεοποίηση της ιδιοκτησίας και ο τυφλός σεβασμός της ύλης, έστω και της ποιητικής της απογείωσης, είναι μερικοί από αυτούς – εκεί εξαντλείται η ποινικολογική ανάλυση του Τύπου ή των φρι πρες.

Συνοψίζοντας: Αν η ριζοσπαστική δράση αφορά την προσπάθεια ορισμένων να επηρεάσουν ένα κίνημα ανατροπής, χωρίς να το επιβάλλουν, τότε στο Σύνταγμα την Κυριακή, κάτι τέτοιο ήταν εμφανές.

υγ: Όταν γράφω για «κόσμο» εννοώ «ανένταχτους», ετερόκλητο πλήθος που δεν «περιφρουρείται», ούτε εμφανίζει συγκεκριμένα σημάδια οργάνωσης.